- νυκτερόβιος
- -α, -ο (Α νυκτερόβιος, -ον)(για ζώα) αυτός που ζει κατά τη διάρκεια τής νύχτας ή αυτός που αναζητά την τροφή του τη νύχτανεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο νυκτερόβιοςεντομολ. η νυκτερίβια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + βίος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nycteribia].
Dictionary of Greek. 2013.